-
1 окошко
-
2 глазок
глаз||окм1. уменьш. τό ματάκι·2. (окошечко камеры) τό παραθυράκι, ὁ φεγγίτης·3. бот. ὁ ὁφθαλμός, τό μάτι, τό μπουμπούκι· ◊ анютины глазки ὁ πανσές, Ιον τό τρίχρουν одним \глазокком μέ μιά ματιά· делать глазки κάνω τά γλυκά μάτια· на \глазок μέ τό μάτι. -
3 задвижка
задвижкаж ὁ σούρτις, ὁ σύρτης/ ὁ μάνδαλος (дверная)/ τό παραθυράκι τής θερμάστρας (печная). -
4 оконце
-а ουδ.παραθυράκι. -
5 окошечко
-а ουδ.παραθυράκι. -
6 окошко
-а α.παραθυράκι, θυρίδα. -
7 потайной
επ.κρυφός, μυστικός•потайной карман κρυφή τσέπη•
-ое окошко κρυφό παραθυράκι.
-
8 просунуть
ρ.σ.μ. χώνω, βάζω μέσα•просунуть голову в окошко χώνω το κεφάλι στο παραθυράκι.
χώνομαι, εισδύω, μπαίνω μέσα.
См. также в других словарях:
παραθυράκι — το [παράθυρο] 1. μικρό παράθυρο 2. τρόπος διαφυγής ή υπεκφυγής («σε κάθε νόμο υπάρχουν παραθυράκια») … Dictionary of Greek
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
θυρίδα — Μικρή πόρτα (θύρα)· μικρό άνοιγμα σε διαχώρισμα γραφείου, ταμείου κλπ. για τη διενέργεια των συναλλαγών· χώρισμα χρηματοκιβωτίου για τη φύλαξη πολύτιμων αντικειμένων. (Ζωολ.) Θ. ή κόγχη ονομάζεται η μία από τις δύο πλάκες του όστρακου, που… … Dictionary of Greek
φιλιστρίνι — φιλιστρίνι, το και φινέστρα, η και φινεστρίνι, το και φινιστρίνι, το (λ. ιταλ.), κυκλικό ή ημικυκλικό παραθυράκι αερισμού και φωτισμού στις καμπίνες των πλοίων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)